- ἀξουγγιασμός
- ἀξουγγιασμός, ὁ,A treatment with ἀξούγγιον, Hippiatr.129.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀξουγγιασμοῦ — ἀξουγγιασμός treatment with masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)